(O Καϊξής)
Γκελ γκελ καϊκτσή, γιαβάς γιαβάς1
Μες στης Πόλης τ' ακρογιάλι, μες στη σιγαλιά
Μες στου χαρεμιού τη λύπη,
Γκελ γκελ καϊκτσή
Να κλέψω τη γκιουζέλ χανούμ2
Σκλάβα μέσα στο κελί της κλαίει και θρηνεί
Και ζητάει τη λευτεριά της
Γκελ γκελ καϊκτσή
1. τουρκικά "Ελα, έλα βαρκάρη! Σιγά σιγά" (Gel, gel kayıkçı! Yavaş yavaş)
2. τουρκικά "ωραία κυρία" (güzel hanım)
Türkçe
Kayıkçı
Gel, gel kayıkçı! Yavaş yavaş*
İstanbul'un kıyısında, sessizlik içinde
Haremin hüznünde
Gel, gel kayıkçı!*
Böylece güzel hanımı* kaçırayım
Hücresinde bir köle, ağlayıp inliyor
Ve özgürlüğünü arıyor
Gel, gel kayıkçı!*